τσιμούρι

τσιμούρι
το, Ν
το τσιμπούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κίμμυρος, τ. που παραδίδει ο Ησύχ. με σημ. «μικρολόγος», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *κιμμύριον (βλ. και τσιμπούρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσιμούρι — το βλ. τσιμπούρι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμπούρι — το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών παρασιτόμορφων ακάρεων τής υπόταξης μεταστίγματα, που περιλαμβάνει αιματορρόφα είδη, εξωπαράσιτα τών σπονδυλοζώων 2. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός άνθρωπος («μάς έγινε τσιμπούρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμούρι*, με… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπούρι — τσιμπούρι, το και τσιμούρι, το 1. το έντομο «κρότωνας», παράσιτο του δέρματος των ζώων (και κυρίως του σκύλου). 2. μτφ., άνθρωπος πολύ ενοχλητικός και φορτικός: Μου γινε τσιμπούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”